- φρούνος
- ὁ, Μβλ. φρύνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φροῦνον — φροῦνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φουρνός — ο, Ν. ζωολ. κοινή ονομασία είδους βατράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φρύνος, με τροπή τού ν σε ον (πρβλ. και φροῦνος), μετάθεση τού ρ (πρβλ. και φούρνα) και καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
φούρνα — η, Ν κοινή ονομασία τού ψαριού φρύνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φρύνος, με τροπή τού υ σε ου (πρβλ. και φροῦνος) και μετάθεση τού ρ (πρβλ. και φουρνός), μεταπλασμένος κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek
φρύνος — ο / φρῡνος, ΝΜΑ, και φροῡνος Μ, και φρῡνος, ἡ, Α βάτραχος νεοελλ. ζωολ. γενική κοινή ονομασία συνήθως μεγαλόσωμων άνουρων αμφιβίων, πολύ συγγενικών με τους βατράχους, τα οποία όμως, σε αντιδιαστολή προς αυτούς, έχουν τραχύ και ξηρό δέρμα,… … Dictionary of Greek